τριζυγης

τριζυγης
    τριζυγής
    τριζῠγής
    2
    Anth. = τρίζυγος См. τριζυγος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "τριζυγης" в других словарях:

  • τριζυγής — ές, Α τρίζυγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ζυγής (< ζυγός), πρβλ. τετρα ζυγής] …   Dictionary of Greek

  • τριζύγης — τρίζυγος three yoked fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριζυγέες — τριζυγής masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίζυγες — τριζυγής masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριζύγων — τρίζυγος three yoked fem gen pl τρίζυγος three yoked masc/neut gen pl τριζυγής gen pl τριζυγής masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριζύγοις — τρίζυγος three yoked masc/neut dat pl τριζυγής masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»